- αγανός
- -ή, -ό (Α ἀγανός, -ή, -όν)ήπιος, ήσυχος, πράοςνεοελλ.1. αυτός που δεν είναι σφιγμένος, ο χαλαρός2. (κυρίως για υφάσματα και πλεκτά) ο αραιά υφασμένος ή πλεγμένος, απαλός, μαλακός, διαφανής, αραιοπλεγμένος, αραιοϋφασμένοςαρχ.(στον Όμηρο συχνά για τα βέλη τής Αρτέμιδος και τού Απόλλωνος) αυτός που προξενεί εύκολο, δηλαδή ανώδυνο θάνατο.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστηη σύνδεση με το ἄγαμαι δεν ικανοποιεί σημασιολογικά, ενώ η προέλευση από το γάνος (= λαμπρός) δεν δικαιολογεί το αρχικό α-.ΠΑΡ. νεοελλ. αγανάδα, αγανεύω.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγανόφρων νεοελλ. αγανοϋφαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.